Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Συνέντευξη με τη συγγραφέα Σοφία Φίλντιση

Της Αφροδίτης Δημητρακοπούλου

Με αφορμή μια σχολική εργασία στο μάθημα του Σ.Ε.Π., μια παλιά μου επιθυμία έγινε πραγματικότητα. Η συνάντηση με τη συγγραφέα και ποιήτρια Σοφία Φίλντιση.

Εδώ και αρκετά χρόνια διαβάζω στην εφημερίδα «ΜΑΧΗ» τα «Υστερόγραφα». Μου αρέσει ο τρόπος που περιγράφει απλά καθημερινά πράγματα. Το γράψιμό της είναι ιδιαίτερο και ποιητικό, τόσο στα άρθρα όσο και στα βιβλία της.

Η Σοφία Φίλντιση είναι μια γυναίκα με πολλές ευαισθησίες, για τη φύση, το περιβάλλον, τους τσιγγάνους, τα παιδιά των μεταναστών. Οι θεματικές επιλογές της είναι παρμένες από την πραγματικότητα της παιδικής της ηλικίας, αυτό άλλωστε φαίνεται και στη συνέντευξη που ακολουθεί…

«Για μένα ο άνθρωπος κατάγεται από την παιδική του ηλικία και θέλει να γυρνάει σ’ αυτή…»

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ


- Κυρία Φίλντιση, ποιος είναι ο τόπος καταγωγής σας;

Είναι το χωριό Βανάδα της ορεινής Τριφυλίας.

- Έχετε κάνει σπουδές;

Τελείωσα το 3ο Δημοτικό Σχολείο Κυπαρισσίας και με υποτροφία φοίτησα στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Αθήνας.

- Η συγγραφή είναι το κύριο επάγγελμά σας;

Για μένα δεν είναι καν επάγγελμα η συγγραφή. Γι’ αυτό δεν είμαι από τους συγγραφείς που μπορούν να μετρούν χρήματα από τις πωλήσεις των βιβλίων. Δηλαδή, δεν θέλω να πάω σ’ ένα σχολείο να μιλήσω με παιδιά και να με περιμένουν στοίβες τα βιβλία για να τα πουλήσω.

- Πότε ξεκινήσατε να γράφετε;

Να εκδώσω είναι ίσως το πιο σωστό, γιατί γράφω από παιδί, κάτι που σήμερα θυμάμαι με πολύ συγκίνηση, γιατί ήτανε μια ένδειξη ότι μου άρεσε κάτι άλλο. Έβλεπα με άλλο μάτι το ηλιοβασίλεμα, το χειμώνα, την άνοιξη, τα πουλιά, δεν είχα φανταστεί όμως…όταν πήγα στην Αθήνα κατάλαβα…μου λέγανε οι καθηγητές ότι γράφω πολύ καλά! Διάβαζα πολύ.

- Πότε εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο;

Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε το 1974, ήτανε μια ποιητική συλλογή, και τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε το βιβλίο Αϊ Βασίλης ο θαλασσινός, που επανεκδόθηκε.

- Έχετε γράψει, απ’ ό,τι ξέρω, αρκετά παιδιά βιβλίο. Η έμπνευσή σας προέρχεται από την αγάπη σας προς τα παιδιά;

Θα σας απαντήσω μ’ έναν τρόπο που ίσως παρεξηγηθώ, για το σκέλος της ερώτησης «αν προέρχεται από την αγάπη μου προς τα παιδιά»…Δεν θέλω να πιστεύω δηλαδή ότι κάποιος δεν αγαπάει τα παιδιά, ακόμα και αν κάνει οποιαδήποτε δουλειά, δεν μπορώ αυτό να το πω ότι τα αγαπάει περισσότερο ένας συγγραφέας.

Για μένα η δουλειά μου η συγγραφική που απευθύνεται στα παιδιά, στους νέους και στους εφήβους προέρχεται από μια παιδική ηλικία που δεν ήταν καθόλου ευχάριστη και που δεν θέλω να χαθεί. Πάντοτε γυρνάω εκεί που γεννήθηκα, στην Κυπαρισσία, που τη θεωρώ πόλη μου. Φτάνει να σας πω ότι με πονάει τόσο, που δεν θέλω να πηγαίνω συχνά γιατί φεύγω κλαίγοντας.

Θέλω, λοιπόν, αυτό που έζησα να είναι μια ιστορία παιδική αυτό που έζησα σαν παιδί. Συνήθως γράφουμε για να πούμε τι θα γίνει, τι έγινε χθες, τι έγινε προχθές. Για μένα ο άνθρωπος, όπως είπε ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, κατάγεται από την παιδική του ηλικία και θέλει να γυρνάει σ’ αυτή, γιατί κάνει καλό.

- Έχει να κάνει με τα βιώματα του καθενός;

Κάνει καλό…

Άλλωστε, αγαπώντας τόσο πολύ το περιβάλλον, το οποίο δεν υπάρχει σήμερα όπως εγώ το γνώρισα, θέλω να επανέρχομαι, μήπως μπορέσω με μια μου φράση, μια στάση, να ενεργοποιήσω και τα παιδιά, γιατί των παιδιών είναι αυτό που μας περιβάλλει.

- Ποιο διήγημά σας είναι το αγαπημένο σας;

Επειδή, όπως σας είπα, όλα προέρχονται από τον ίδιο χρόνο, τον ίδιο χρυσό αιώνα της ζωής μου, δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Θέλω να πω, έχουν την ίδια αφορμή τα γραπτά μου. Ωστόσο μου αρέσει πάρα πολύ το διήγημά μου Η καρδούλα. Πρόκειται για ένα χαρταετό, τον φτιάξαμε με τα αδέρφια μου εκεί στην άπλα, μπροστά στο Ιόνιο, και τον σηκώναμε ψηλά, δίπλα ήτανε τσιγγανόπουλα και η μάνα μου απ’ το μπαλκόνι έκανε νόημα να δώσουμε στα παιδιά το σπάγκο να τον κρατάνε και τον κρατούσαμε όλοι μαζί…


- Από κει και η αγάπη σας για τα τσιγγανόπουλα. Έχετε μεγαλώσει μαζί.

Ναι, ναι, είναι φίλοι μου. Εμείς, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, δύσκολα πάντα, κάναμε κάτι στη ζωή μας. Αυτοί οι φίλοι μου οι τσιγγάνοι διαρκώς είναι στα δελτία ειδήσεων για το πού μένουνε. Εγώ όταν αστράφτει και βρέχει σκέφτομαι ότι μπορεί να φουσκώσει το ποτάμι και να πνιγούν…

- Όταν ήσασταν παιδί, σας έλεγαν παραμύθια;

Δεν είχανε χρόνο οι άνθρωποι να πούνε. Όμως είχα μια νόνα που ήτανε σπίρτο αναμμένο, δηλαδή ήταν μια γυναίκα με ψυχή, έτσι πιστεύω. Περπατούσε και μιλούσε, περπατούσε και έλεγε παραμύθια, σχολίαζε, θα μπορούσε να ήταν ρεπόρτερ μιας εποχής. Η νόνα να κάνει δουλειές, να υφαίνει πουλιά στο υφάδι…Αυτό γινόταν κάθε μέρα.

- Ήταν η ζωή σαν παραμύθι δηλαδή;

Ακριβώς. Τίποτα δεν είχε πετάξει η νόνα μου απ’ τη ζωή της, τίποτα.

- Δηλαδή ο τρόπος γραφής σας έχει επηρεαστεί από την παιδική σας ηλικία;

Ναι, ακόμα και τα παραμύθια που γράφω έχουνε την αλήθεια τους, γιατί, όπως ξέρουμε απ’ τον μεγάλο Αίσωπο, δεν ήθελε να μας πει παραμύθια για να ηρεμήσουμε και να μην ενοχλούμε τους μεγάλους, ήθελε να μας πει αλήθειες με έναν δικό του τρόπο.

- Να ρωτήσω τώρα, ο αγαπημένος σας συγγραφέας ποιος είναι;

Θα απαντήσω με αυτό που αισθάνομαι. Από τους Έλληνες συγγραφείς;

- Ναι, από τους Έλληνες.

Ο Παπαδιαμάντης. Μόλο που μπορεί κανείς να τον πει κλεισμένο μέσα σε μια θρησκευτικότητα, δεν είναι έτσι. Εγώ αυτή τη θρησκευτικότητα θα τη μετέφραζα σε καλοσύνη και ανθρωπιά που διαπαιδαγωγεί τον άνθρωπο που διαβάζει ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη. Και μου αρέσει πολύ αυτή η γλυκύτητα που έχει. Και βέβαια τους ποιητές…

- Ο αγαπημένος σας ποιητής;

Ο αγαπημένος μου ποιητής, σ’ ό,τι αφορά σ’ αυτό που λέμε ποίηση που γαληνεύει, που ομορφαίνει, που σε κάνει να βλέπεις με άλλο μάτι τα πράγματα, είναι ο Οδυσσέας Ελύτης. Αλλά, σε ό,τι με έκανε να έχω μία στάση απέναντι στη ζωή και στα πράγματα, είναι ο συντοπίτης μου ο Μιχάλης ο Κατσαρός.

- Όλοι ξέρουμε ότι έχετε λάβει πολλές βραβεύσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όπως, για παράδειγμα, το καινούριο σας βιβλίο «Τα ψυχούδια», που κυκλοφόρησε σε επανέκδοση ο εκδοτικός οίκος «Ταξιδευτής», είχε αποσπάσει έπαινο από το Υπουργείο Πολιτισμού και τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου. Πείτε μου, πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Εγώ άρχισα να βραβεύομαι από τον Κύκλο Παιδικού Βιβλίου με έναν τρόπο διαφορετικό, τα πηγαίνεις χειρόγραφα τα κείμενά σου, δεν βραβεύουνε βιβλίο που έχει εκδοθεί. Από κει έχω πάρει πολλά βραβεία. Τα ποιήματά μου τα παιδικά που πήραν κρατικό βραβείο. Το θεωρώ σημαντικό, γιατί το βραβείο δεν είχε αποδοθεί σε συγγραφέα για ποίηση.

Ξέρετε, αυτό που έχω καημό είναι ότι την ποίηση τη θεωρούν κάτι έξω απ’ αυτό που πρέπει να μάθουμε, που εμείς δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Θέλω να σας πω, όταν πρωτοδιάβασα ποίημα όταν ήμουν παιδί δεν κατάλαβα τι έλεγε. Πέστε μου όμως τώρα εσείς που με ρωτάτε, τι ήταν αυτό που με αλάφρωνε, που δεν το καταλάβαινα, αλλά γιατί όμως μου ήτανε τόσο ωραίο, πέρα απ’ το διήγημα, πέρα απ’ την κουβέντα μου με τους φίλους μου, τι ήταν αυτό που με απογείωνε;

- Πού το αποδίδετε αυτό;

Αυτή η ομορφιά που είναι στην ποίηση νομίζω ότι είναι ένας ρυθμός που δεν σε πληγώνει, ώσπου να σε μπάσει βέβαια στα δικά του μέρη, για να καταλάβεις τι έχασες, τι δεν αγάπησες, να σε βάλει μπροστά στα πράγματα. Αλλά, θέλω να πω, σε κείνη την ηλικία δεν καταλάβαινα τι έκανα.

- Το βιβλίο σας που κυκλοφόρησε σε επανέκδοση το αγκάλιασε ο κόσμος;

Ναι, με τιμά ιδιαιτέρως που επανεκδόθηκε και που στη θέση, όπως λέει, του προλόγου έχει το όνομα μιας διδάσκουσας του Πανεπιστημίου της Πελοποννήσου. Την ευχαριστώ πάρα πολύ που ασχολήθηκε μαζί μου και είμαι υπόχρεη.

- Θα μιλάτε βέβαια για την κυρία Σταυρούλα Τσούμπρου.

Ναι, ναι…

- Ποιες ηλικίες συνήθως αγοράζουν βιβλία; Και ποια προτιμούν;

Αυτά που προβάλλονται αγοράζουν. Αυτά που τα βλέπουν στην τηλεόραση. Και σε ό,τι αφορά το παιδί, το βιβλίο δεν είναι προϊόν που πάει, ας πούμε, με τη φούστα, με την μπλούζα, δεν είναι για κατανάλωση. Είναι κάτι που πρέπει να έχει κάθε σπίτι, να έχει τα βιβλία των παιδιών, τον γονιών…Γι’ αυτό δεν μπορώ να το θεωρώ επάγγελμα…

- Έχουνε μελοποιηθεί ποιήματά σας;

Ναι, από τον Μίμη Πλέσσα με τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Ανδρεάδη, αργότερα με τον Πουλόπουλο, την Λαβίνα και άλλους. Αλλά μέσα σ’ αυτόν τον δίσκο τον «Σταθμό 0» υπάρχει ένα τραγούδι που μιλά για την Ειρήνη. Αυτό πάντα με ενδιαφέρει πάρα πολύ, δηλαδή το θεωρώ το μέγιστο αγαθό το να έχουμε Ειρήνη στον κόσμο, αλλά δεν έχουμε ενεργοποιηθεί όσο θα έπρεπε. Αυτό το τραγούδι είχα την τιμή να ακουστεί στο Σπόρτινγκ μετά τη Μεταπολίτευση. Τη θεωρώ μια ανάμνηση πολύ τρυφερή.

- Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι των γραμμάτων είναι σε μια ύπνωση; Δεν μιλάνε, δεν βγαίνουν να μιλήσουνε όπως θα έπρεπε, να ακουστεί ο λόγος τους;

Θα σας έλεγα ναι. Δηλαδή δεν καταλαβαίνω...και δεν μιλάμε τώρα για ανθρώπους που ζούμε στην επαρχία, που δεν είμαστε ονόματα, που δεν ζούμε στην Πρωτεύουσα. Όταν υπάρχει μία εκπομπή λόγου στην ελληνική τηλεόραση και αυτή είναι μετά τα μεσάνυχτα, δεν κατάλαβα τι θέλει να πει ο διανοούμενος εκείνη την ώρα και σε ποιους απευθύνεται. Δεν είναι δυνατόν όλη τη μέρα να είμαστε βυθισμένοι σε ό,τι δείχνει η τηλεόραση. Έπρεπε να είχανε έναν ισχυρό λόγο, έτσι πίστευα εγώ, ότι η διανόηση αυτής της χώρας της συγκεκριμένης έπρεπε να είναι ένα κοινοβούλιο εκτός κοινοβουλίου. Δηλαδή να ξεκινάει ένας αποδεδειγμένα άνθρωπος των γραμμάτων με σκέψη, να ξεκινάει να πηγαίνει στη Βουλή.

- Μετά απ’ αυτά που μου είπατε, ποια η γνώμη σας για την τηλεόραση;

Την έχω εκεί και σκονίζεται. Αυτό που σας λέω…Κοιτάξτε, εγώ κοιμάμαι πάρα πολύ αργά. Είδα, για παράδειγμα, χτες το βράδυ την «Εποχή των εικόνων», μια εκπομπή που κάνει μια εικαστικός. Μα, σας ρωτάω, στις δύο το βράδυ ποιος άνθρωπος βλέπει που πάει στη δουλειά του το πρωί; Εγώ δεν πάω στη δουλειά μου, ποιος θα έβλεπε εκείνη την ώρα, ποιος;

- Τηλεόραση δεν βλέπετε πολύ, όμως αρθρογραφείτε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «ΜΑΧΗ». Μιλήστε μου γι’ αυτή τη συνεργασία.

Με συγκινεί πάρα πολύ αυτή μου η σχέση με την εφημερίδα αυτή, γιατί γράφω προτού έρθω απ’ την Αθήνα, όταν ήταν ο Σπύρος ο Ξιάρχος και αισθάνομαι έτσι ευφορία όταν γράφω. Είναι αυτό που σας έλεγα στην αρχή της κουβέντας μας, δηλαδή τι με συνδέει με το χθες. Εμένα με συνδέει η «ΜΑΧΗ» μ’ έναν άνθρωπο που δεν υπάρχει πια. Και νιώθω να του δίνω και λογαριασμό…αν του άρεσε, μήπως δεν το ’γραψα καλά…Κάθε βδομάδα νομίζω ότι θα εμφανιστεί να μου πει…ξέρεις, ωραίο εκείνο αλλά κείνο δεν μου αρέσει.

- Για να κλείσουμε, θέλω να μου πείτε τη γνώμη σας για το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας.

Τιμά αυτούς που το σκέφτηκαν, που το συνέλαβαν σαν ιδέα, τιμά όσους διδάσκουν και τιμά ιδιαιτέρως όσους πηγαίνουν σ’ αυτό. Αυτό μου δίνει μια ελπίδα ότι αυτός ο τόπος και ο λαός θέλει κάτι άλλο, υπάρχει αυτό που δυστυχώς εμφανίζεται, όπως λέμε τηλεόραση, όπως λέμε η διαφήμιση, δεν είναι αυτό της Ευκαιρίας της Δεύτερης. Με τιμά ιδιαιτέρως αυτό που συμβαίνει, δηλαδή σας το λέω με πολύ μεγάλη συγκίνηση, αυτό είναι εκπληκτικό που συμβαίνει στο σχολείο σας.

- Θα ερχόσαστε αν σας καλούσαμε στο σχολείο μας;

Με όλη μου την καρδιά, εγώ πηγαίνω στα σχολεία, θα χαρώ ιδιαιτέρως.

- Σας ευχαριστώ πολύ…


(Η συνέντευξη αποτελεί απόσπασμα απο το έντυπο Σταδιοδρόμοι, που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του ομώνυμου προγράμματος αγωγής σταδιοδρομίας Σ.Δ.Ε. Καλαμάτας, Τμήμα Β1, 2007-2008, ηλεκτρονική διεύθυνση περιοδικού http://sde-kalam.mes.sch.gr/Programmata2008.htm#2 )

Δεν υπάρχουν σχόλια: